Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάρημαι
παρήμερος
πάρηξις
παρηονῖτις
παρηορία
παρηόριος
παρήορος
παρθενεία
παρθένεια
παρθένειος
παρθένευμα
παρθένευσις
παρθενεύω
παρθενεών
παρθένια
παρθενία
παρθενίας
παρθενική
παρθενικός
παρθένιος
Παρθενοπαῖος
View word page
παρθένευμα
παρθένευμα παρθένευμα, ατος, τό, from παρθενεύω in pl. the pursuits or amusements of maidens, Eur.; so in sg., a maidenʼs work, Eur. νόθον π. the child of an unmarried woman, Eur.

ShortDef

the pursuits

Debugging

Headword:
παρθένευμα
Headword (normalized):
παρθένευμα
Headword (normalized/stripped):
παρθενευμα
IDX:
25048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25076
Key:
parqe/neuma

Data

{'content': 'παρθένευμα\n παρθένευμα, ατος, τό,\n from παρθενεύω\n in pl. the pursuits or amusements of maidens, Eur.; so in sg., a maidenʼs work, Eur.\n νόθον π. the child of an unmarried woman, Eur.', 'key': 'parqe/neuma'}