Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρῆλιξ
πάρημαι
παρήμερος
πάρηξις
παρηονῖτις
παρηορία
παρηόριος
παρήορος
παρθενεία
παρθένεια
παρθένειος
παρθένευμα
παρθένευσις
παρθενεύω
παρθενεών
παρθένια
παρθενία
παρθενίας
παρθενική
παρθενικός
παρθένιος
View word page
παρθένειος
παρθένειος παρθένειος, Ionic and poet. -ήιος, ον, of or belonging to a maiden, Pind., Aesch., Eur.

ShortDef

of or belonging to a virgin

Debugging

Headword:
παρθένειος
Headword (normalized):
παρθένειος
Headword (normalized/stripped):
παρθενειος
IDX:
25047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25075
Key:
parqe/neios

Data

{'content': 'παρθένειος\n παρθένειος, Ionic and poet. -ήιος, ον,\n of or belonging to a maiden, Pind., Aesch., Eur.', 'key': 'parqe/neios'}