Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρηΐς
παρήκω
παρῆλιξ
πάρημαι
παρήμερος
πάρηξις
παρηονῖτις
παρηορία
παρηόριος
παρήορος
παρθενεία
παρθένεια
παρθένειος
παρθένευμα
παρθένευσις
παρθενεύω
παρθενεών
παρθένια
παρθενία
παρθενίας
παρθενική
View word page
παρθενεία
παρθενεία παρθενεία, ἡ, παρθένος maidenhood, virginity, Eur.
ShortDef
maidenhood, virginity
Debugging
Headword:
παρθενεία
Headword (normalized):
παρθενεία
Headword (normalized/stripped):
παρθενεια
IDX:
25045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25073
Key:
parqenei/a
Data
{'content': 'παρθενεία\n παρθενεία, ἡ,\n παρθένος\n maidenhood, virginity, Eur.', 'key': 'parqenei/a'}