Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρήϊον
παρηΐς
παρήκω
παρῆλιξ
πάρημαι
παρήμερος
πάρηξις
παρηονῖτις
παρηορία
παρηόριος
παρήορος
παρθενεία
παρθένεια
παρθένειος
παρθένευμα
παρθένευσις
παρθενεύω
παρθενεών
παρθένια
παρθενία
παρθενίας
View word page
παρήορος
παρήορος παρ-ήορος, Doric -άορος, ον, παραείρω hanging or hung beside: παρήορος (sc. ἵππος) a horse which draws by the side of the regular pair (ξυνωρίς) , an outrigger, elsewhere παράσειρος, σειραφόρος, Il. lying along, outstretched, sprawling, Il., Aesch. metaph. (from the fact that the ἵππος π. was given to prancing), reckless, distraught, senseless, Il.

ShortDef

hanging

Debugging

Headword:
παρήορος
Headword (normalized):
παρήορος
Headword (normalized/stripped):
παρηορος
IDX:
25044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25072
Key:
parh/oros

Data

{'content': 'παρήορος\n παρ-ήορος, Doric -άορος, ον,\n παραείρω\n hanging or hung beside: παρήορος (sc. ἵππος) a horse which draws by the side of the regular pair (ξυνωρίς) , an outrigger, elsewhere παράσειρος, σειραφόρος, Il.\n lying along, outstretched, sprawling, Il., Aesch.\n metaph. (from the fact that the ἵππος π. was given to prancing), reckless, distraught, senseless, Il.', 'key': 'parh/oros'}