Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρηγορέω
παρηγορία
παρήγορος
παρήϊον
παρηΐς
παρήκω
παρῆλιξ
πάρημαι
παρήμερος
πάρηξις
παρηονῖτις
παρηορία
παρηόριος
παρήορος
παρθενεία
παρθένεια
παρθένειος
παρθένευμα
παρθένευσις
παρθενεύω
παρθενεών
View word page
παρηονῖτις
παρηονῖτις παρ-ηονῖτις, ιδος, ᾐών fem. adj. on the shore, Anth.

ShortDef

on the shore

Debugging

Headword:
παρηονῖτις
Headword (normalized):
παρηονῖτις
Headword (normalized/stripped):
παρηονιτις
IDX:
25041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25069
Key:
parhoni=tis

Data

{'content': 'παρηονῖτις\n παρ-ηονῖτις, ιδος,\n ᾐών\n fem. adj. on the shore, Anth.', 'key': 'parhoni=tis'}