Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάρηβος
παρηγορέω
παρηγορία
παρήγορος
παρήϊον
παρηΐς
παρήκω
παρῆλιξ
πάρημαι
παρήμερος
πάρηξις
παρηονῖτις
παρηορία
παρηόριος
παρήορος
παρθενεία
παρθένεια
παρθένειος
παρθένευμα
παρθένευσις
παρθενεύω
View word page
πάρηξις
πάρηξις πάρ-ηξις, εως, παρήκω a coming to shore: a landing place, Aesch.

ShortDef

a coming to shore: a landing place

Debugging

Headword:
πάρηξις
Headword (normalized):
πάρηξις
Headword (normalized/stripped):
παρηξις
IDX:
25040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25068
Key:
pa/rhcis

Data

{'content': 'πάρηξις\n πάρ-ηξις, εως,\n παρήκω\n a coming to shore: a landing place, Aesch.', 'key': 'pa/rhcis'}