Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρηβάω
πάρηβος
παρηγορέω
παρηγορία
παρήγορος
παρήϊον
παρηΐς
παρήκω
παρῆλιξ
πάρημαι
παρήμερος
πάρηξις
παρηονῖτις
παρηορία
παρηόριος
παρήορος
παρθενεία
παρθένεια
παρθένειος
παρθένευμα
παρθένευσις
View word page
παρήμερος
παρήμερος παρ-ήμερος, Doric -άμερος, ον, day by day, daily, Pind.

ShortDef

day by day, daily

Debugging

Headword:
παρήμερος
Headword (normalized):
παρήμερος
Headword (normalized/stripped):
παρημερος
IDX:
25039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25067
Key:
parh/meros

Data

{'content': 'παρήμερος\n παρ-ήμερος, Doric -άμερος, ον,\n day by day, daily, Pind.', 'key': 'parh/meros'}