Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρεφεδρεύω
παρέχω
παρηβάω
πάρηβος
παρηγορέω
παρηγορία
παρήγορος
παρήϊον
παρηΐς
παρήκω
παρῆλιξ
πάρημαι
παρήμερος
πάρηξις
παρηονῖτις
παρηορία
παρηόριος
παρήορος
παρθενεία
παρθένεια
παρθένειος
View word page
παρῆλιξ
παρῆλιξ παρ-ῆλιξ, ῐκος, past oneʼs prime, Plut., Anth.

ShortDef

past one's prime

Debugging

Headword:
παρῆλιξ
Headword (normalized):
παρῆλιξ
Headword (normalized/stripped):
παρηλιξ
IDX:
25037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25065
Key:
parh=lic

Data

{'content': 'παρῆλιξ\n παρ-ῆλιξ, ῐκος,\n past oneʼs prime, Plut., Anth.', 'key': 'parh=lic'}