Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρευτακτέω
παρευτρεπίζω
παρεφεδρεύω
παρέχω
παρηβάω
πάρηβος
παρηγορέω
παρηγορία
παρήγορος
παρήϊον
παρηΐς
παρήκω
παρῆλιξ
πάρημαι
παρήμερος
πάρηξις
παρηονῖτις
παρηορία
παρηόριος
παρήορος
παρθενεία
View word page
παρηΐς
παρηΐς πᾰρηΐς, ίδος, ἡ, later form of παρήιον, Aesch., Eur.

ShortDef

cheek

Debugging

Headword:
παρηΐς
Headword (normalized):
παρηΐς
Headword (normalized/stripped):
παρηις
IDX:
25035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25063
Key:
parhi/s

Data

{'content': 'παρηΐς\n πᾰρηΐς, ίδος, ἡ,\n later form of παρήιον, Aesch., Eur.', 'key': 'parhi/s'}