Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρευρίσκω
παρευτακτέω
παρευτρεπίζω
παρεφεδρεύω
παρέχω
παρηβάω
πάρηβος
παρηγορέω
παρηγορία
παρήγορος
παρήϊον
παρηΐς
παρήκω
παρῆλιξ
πάρημαι
παρήμερος
πάρηξις
παρηονῖτις
παρηορία
παρηόριος
παρήορος
View word page
παρήϊον
παρήϊον πᾰρήιον, ου, τό, Ionic for παρεῖον which is not in use the cheek, jaw, Hom. παρήιον the cheek-ornament of a bridle, Il. Cf. παρειά.
ShortDef
cheek
Debugging
Headword:
παρήϊον
Headword (normalized):
παρήϊον
Headword (normalized/stripped):
παρηιον
IDX:
25034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25062
Key:
parh/ion
Data
{'content': 'παρήϊον\n πᾰρήιον, ου, τό,\n \n Ionic for παρεῖον which is not in use\n the cheek, jaw, Hom.\n παρήιον the cheek-ornament of a bridle, Il. Cf. παρειά.', 'key': 'parh/ion'}