Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρεργάτης
πάρεργον
παρέρπω
παρερύω
παρέρχομαι
παρεσθίω
πάρεσις
παρέστιος
παρευδοκιμέω
παρευθύνω
παρευκηλέω
παρευνάζομαι
πάρευνος
παρεύρεσις
παρευρίσκω
παρευτακτέω
παρευτρεπίζω
παρεφεδρεύω
παρέχω
παρηβάω
πάρηβος
View word page
παρευκηλέω
παρευκηλέω fut. ήσω to calm, soothe, Eur.

ShortDef

to calm, soothe

Debugging

Headword:
παρευκηλέω
Headword (normalized):
παρευκηλέω
Headword (normalized/stripped):
παρευκηλεω
IDX:
25020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25048
Key:
pareukhle/w

Data

{'content': 'παρευκηλέω\n fut. ήσω\n to calm, soothe, Eur.', 'key': 'pareukhle/w'}