Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρέπαινος
παρεπιγράφω
παρεπιδείκνυμι
παρεπιστροφή
παρέπομαι
παρεργάτης
πάρεργον
παρέρπω
παρερύω
παρέρχομαι
παρεσθίω
πάρεσις
παρέστιος
παρευδοκιμέω
παρευθύνω
παρευκηλέω
παρευνάζομαι
πάρευνος
παρεύρεσις
παρευρίσκω
παρευτακτέω
View word page
παρεσθίω
παρεσθίω fut. -έδομαι aor2 -έφαγον inf. -φαγεῖν to gnaw or nibble at a thing, c. gen., Ar.
ShortDef
to gnaw
Debugging
Headword:
παρεσθίω
Headword (normalized):
παρεσθίω
Headword (normalized/stripped):
παρεσθιω
IDX:
25015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25043
Key:
paresqi/w
Data
{'content': 'παρεσθίω\n fut. -έδομαι\n aor2 -έφαγον\n inf. -φαγεῖν\n to gnaw or nibble at a thing, c. gen., Ar.', 'key': 'paresqi/w'}