Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρεξετάζω
παρεξευρίσκω
παρεξίημι
παρέξ
παρεκβαίνω
παρέπαινος
παρεπιγράφω
παρεπιδείκνυμι
παρεπιστροφή
παρέπομαι
παρεργάτης
πάρεργον
παρέρπω
παρερύω
παρέρχομαι
παρεσθίω
πάρεσις
παρέστιος
παρευδοκιμέω
παρευθύνω
παρευκηλέω
View word page
παρεργάτης
παρεργάτης παρ-εργάτης, ου, ὁ, a pottering workman, Eur.

ShortDef

a pottering workman

Debugging

Headword:
παρεργάτης
Headword (normalized):
παρεργάτης
Headword (normalized/stripped):
παρεργατης
IDX:
25010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25038
Key:
parerga/ths

Data

{'content': 'παρεργάτης\n παρ-εργάτης, ου, ὁ,\n a pottering workman, Eur.', 'key': 'parerga/ths'}