Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρενθήκη
παρενοχλέω
παρενσαλεύω
παρεντείνω
παρεξαίρω
παρεξαυλέω
παρέξειμι
παρεξειρεσία
παρεξελαύνω
παρεξέρχομαι
παρεξετάζω
παρεξευρίσκω
παρεξίημι
παρέξ
παρεκβαίνω
παρέπαινος
παρεπιγράφω
παρεπιδείκνυμι
παρεπιστροφή
παρέπομαι
παρεργάτης
View word page
παρεξετάζω
παρεξετάζω fut. σω to examine by comparing, Dem.

ShortDef

to examine by comparing

Debugging

Headword:
παρεξετάζω
Headword (normalized):
παρεξετάζω
Headword (normalized/stripped):
παρεξεταζω
IDX:
25000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25028
Key:
pareceta/zw

Data

{'content': 'παρεξετάζω\n fut. σω\n to examine by comparing, Dem.', 'key': 'pareceta/zw'}