Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρελαύνω
παρέλκω
παρεμβάλλω
παρεμβλέπω
παρεμβολή
παρεμβύω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
παρεμπίπτω
παρεμπολάω
παρεμπόρευμα
παρεμπορεύομαι
παρενθήκη
παρενοχλέω
παρενσαλεύω
παρεντείνω
παρεξαίρω
παρεξαυλέω
παρέξειμι
παρεξειρεσία
παρεξελαύνω
View word page
παρεμπόρευμα
παρεμπόρευμα παρ-εμπόρευμα, ατος, τό, of small wares: metaph. an appendix, Luc. from παρεμπορεύομαι
ShortDef
of small wares
Debugging
Headword:
παρεμπόρευμα
Headword (normalized):
παρεμπόρευμα
Headword (normalized/stripped):
παρεμπορευμα
IDX:
24988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25016
Key:
parempo/reuma
Data
{'content': 'παρεμπόρευμα\n παρ-εμπόρευμα, ατος, τό,\n of small wares: metaph. an appendix, Luc.\n from παρεμπορεύομαι', 'key': 'parempo/reuma'}