Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρεκτρέπω
παρεκτρέχω
παρεκχέω
παρέκχυσις
παρελαύνω
παρέλκω
παρεμβάλλω
παρεμβλέπω
παρεμβολή
παρεμβύω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
παρεμπίπτω
παρεμπολάω
παρεμπόρευμα
παρεμπορεύομαι
παρενθήκη
παρενοχλέω
παρενσαλεύω
παρεντείνω
παρεξαίρω
View word page
παρεμπίπλημι
παρεμπίπλημι to fill secretly with, c. gen., Plut.

ShortDef

to fill secretly with

Debugging

Headword:
παρεμπίπλημι
Headword (normalized):
παρεμπίπλημι
Headword (normalized/stripped):
παρεμπιπλημι
IDX:
24984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25012
Key:
parempi/plhmi

Data

{'content': 'παρεμπίπλημι\n to fill secretly with, c. gen., Plut.', 'key': 'parempi/plhmi'}