Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρεκτελέω
παρεκτέος
παρεκτός
παρεκτρέπω
παρεκτρέχω
παρεκχέω
παρέκχυσις
παρελαύνω
παρέλκω
παρεμβάλλω
παρεμβλέπω
παρεμβολή
παρεμβύω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
παρεμπίπτω
παρεμπολάω
παρεμπόρευμα
παρεμπορεύομαι
παρενθήκη
παρενοχλέω
View word page
παρεμβλέπω
παρεμβλέπω fut. ψω to look askance, Eur.

ShortDef

to look askance

Debugging

Headword:
παρεμβλέπω
Headword (normalized):
παρεμβλέπω
Headword (normalized/stripped):
παρεμβλεπω
IDX:
24981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25009
Key:
paremble/pw

Data

{'content': 'παρεμβλέπω\n fut. ψω\n to look askance, Eur.', 'key': 'paremble/pw'}