Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρεισφέρω
παρέκβασις
παρεκκλίνω
παρεκλέγω
παρεκπροφεύγω
παρεκτείνω
παρεκτελέω
παρεκτέος
παρεκτός
παρεκτρέπω
παρεκτρέχω
παρεκχέω
παρέκχυσις
παρελαύνω
παρέλκω
παρεμβάλλω
παρεμβλέπω
παρεμβολή
παρεμβύω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
View word page
παρεκτρέχω
παρεκτρέχω fut. -δραμοῦμαι to run out past, Plut.

ShortDef

to run out past

Debugging

Headword:
παρεκτρέχω
Headword (normalized):
παρεκτρέχω
Headword (normalized/stripped):
παρεκτρεχω
IDX:
24975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25003
Key:
parektre/xw

Data

{'content': 'παρεκτρέχω\n fut. -δραμοῦμαι\n to run out past, Plut.', 'key': 'parektre/xw'}