Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρεισρέω
παρεισφέρω
παρέκβασις
παρεκκλίνω
παρεκλέγω
παρεκπροφεύγω
παρεκτείνω
παρεκτελέω
παρεκτέος
παρεκτός
παρεκτρέπω
παρεκτρέχω
παρεκχέω
παρέκχυσις
παρελαύνω
παρέλκω
παρεμβάλλω
παρεμβλέπω
παρεμβολή
παρεμβύω
παρεμπίπλημι
View word page
παρεκτρέπω
παρεκτρέπω fut. ψω to turn aside, divert, Eur.

ShortDef

to turn aside, divert

Debugging

Headword:
παρεκτρέπω
Headword (normalized):
παρεκτρέπω
Headword (normalized/stripped):
παρεκτρεπω
IDX:
24974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25002
Key:
parektre/pw

Data

{'content': 'παρεκτρέπω\n fut. ψω\n to turn aside, divert, Eur.', 'key': 'parektre/pw'}