Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρεισπίπτω
παρεισρέω
παρεισφέρω
παρέκβασις
παρεκκλίνω
παρεκλέγω
παρεκπροφεύγω
παρεκτείνω
παρεκτελέω
παρεκτέος
παρεκτός
παρεκτρέπω
παρεκτρέχω
παρεκχέω
παρέκχυσις
παρελαύνω
παρέλκω
παρεμβάλλω
παρεμβλέπω
παρεμβολή
παρεμβύω
View word page
παρεκτός
παρεκτός besides or except for, c. gen., NTest.: —absol., τὰ παρεκτός things external, NTest.

ShortDef

besides

Debugging

Headword:
παρεκτός
Headword (normalized):
παρεκτός
Headword (normalized/stripped):
παρεκτος
IDX:
24973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25001
Key:
parekto/s

Data

{'content': 'παρεκτός\n besides or except for, c. gen., NTest.: —absol., τὰ παρεκτός things external, NTest.', 'key': 'parekto/s'}