Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρείσακτος
παρεισέρχομαι
παρεισπίπτω
παρεισρέω
παρεισφέρω
παρέκβασις
παρεκκλίνω
παρεκλέγω
παρεκπροφεύγω
παρεκτείνω
παρεκτελέω
παρεκτέος
παρεκτός
παρεκτρέπω
παρεκτρέχω
παρεκχέω
παρέκχυσις
παρελαύνω
παρέλκω
παρεμβάλλω
παρεμβλέπω
View word page
παρεκτελέω
παρεκτελέω fut. -έσω to accomplish otherwise, Mosch.

ShortDef

to accomplish otherwise

Debugging

Headword:
παρεκτελέω
Headword (normalized):
παρεκτελέω
Headword (normalized/stripped):
παρεκτελεω
IDX:
24971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24999
Key:
parektele/w

Data

{'content': 'παρεκτελέω\n fut. -έσω\n to accomplish otherwise, Mosch.', 'key': 'parektele/w'}