Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρείρω
παρεισάγω
παρείσακτος
παρεισέρχομαι
παρεισπίπτω
παρεισρέω
παρεισφέρω
παρέκβασις
παρεκκλίνω
παρεκλέγω
παρεκπροφεύγω
παρεκτείνω
παρεκτελέω
παρεκτέος
παρεκτός
παρεκτρέπω
παρεκτρέχω
παρεκχέω
παρέκχυσις
παρελαύνω
παρέλκω
View word page
παρεκπροφεύγω
παρεκπροφεύγω to flee forth from, elude, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα (Epic 3rd sg. aor2 subj.), Il.

ShortDef

to flee forth from, elude

Debugging

Headword:
παρεκπροφεύγω
Headword (normalized):
παρεκπροφεύγω
Headword (normalized/stripped):
παρεκπροφευγω
IDX:
24969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24997
Key:
parekprofeu/gw

Data

{'content': 'παρεκπροφεύγω\n to flee forth from, elude, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα (Epic 3rd sg. aor2 subj.), Il.', 'key': 'parekprofeu/gw'}