Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραψάλλω
παραψελλίζω
παραψυχή
παραψύχω
παρδακός
παρδαλέη
παρδάλειος
παρδαλιοκτόνος
πάρδαλις
παρδαλωτός
παρέγγραπτος
παρεγγράφω
παρεγγυάω
παρεγγύη
παρεγγύησις
παρεγείρω
παρεγκλίνω
παρεδρεύω
πάρεδρος
παρέζομαι
παρειά
View word page
παρέγγραπτος
παρέγγραπτος παρ-έγγραπτος, ον, illegally registered, π. πολίτης an intrusive citizen, Aeschin.

ShortDef

illegally registered

Debugging

Headword:
παρέγγραπτος
Headword (normalized):
παρέγγραπτος
Headword (normalized/stripped):
παρεγγραπτος
IDX:
24941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24969
Key:
pare/ggraptos

Data

{'content': 'παρέγγραπτος\n παρ-έγγραπτος, ον,\n illegally registered, π. πολίτης an intrusive citizen, Aeschin.', 'key': 'pare/ggraptos'}