Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραχωρητέος
παραψάλλω
παραψελλίζω
παραψυχή
παραψύχω
παρδακός
παρδαλέη
παρδάλειος
παρδαλιοκτόνος
πάρδαλις
παρδαλωτός
παρέγγραπτος
παρεγγράφω
παρεγγυάω
παρεγγύη
παρεγγύησις
παρεγείρω
παρεγκλίνω
παρεδρεύω
πάρεδρος
παρέζομαι
View word page
παρδαλωτός
παρδαλωτός παρδᾰλωτός, ή, όν as if from παρδαλόω spotted like the pard, Luc.
ShortDef
spotted like the pard
Debugging
Headword:
παρδαλωτός
Headword (normalized):
παρδαλωτός
Headword (normalized/stripped):
παρδαλωτος
IDX:
24940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24968
Key:
pardalwto/s
Data
{'content': 'παρδαλωτός\n παρδᾰλωτός, ή, όν\n as if from παρδαλόω\n spotted like the pard, Luc.', 'key': 'pardalwto/s'}