Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραχώρησις
παραχωρητέος
παραψάλλω
παραψελλίζω
παραψυχή
παραψύχω
παρδακός
παρδαλέη
παρδάλειος
παρδαλιοκτόνος
πάρδαλις
παρδαλωτός
παρέγγραπτος
παρεγγράφω
παρεγγυάω
παρεγγύη
παρεγγύησις
παρεγείρω
παρεγκλίνω
παρεδρεύω
πάρεδρος
View word page
πάρδαλις
πάρδαλις πάρδᾰλις, ιος, ἡ, gen. εως Ionic ιος; dat. ει, the pard, whether leopard, panther, or ounce, Hom., Attic
ShortDef
the pard
Debugging
Headword:
πάρδαλις
Headword (normalized):
πάρδαλις
Headword (normalized/stripped):
παρδαλις
IDX:
24939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24967
Key:
pa/rdalis
Data
{'content': 'πάρδαλις\n πάρδᾰλις, ιος, ἡ,\n gen. εως Ionic ιος; dat. ει, the pard, whether leopard, panther, or ounce, Hom., Attic', 'key': 'pa/rdalis'}