Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραχωρητέος
παραψάλλω
παραψελλίζω
παραψυχή
παραψύχω
παρδακός
παρδαλέη
παρδάλειος
παρδαλιοκτόνος
πάρδαλις
παρδαλωτός
παρέγγραπτος
παρεγγράφω
παρεγγυάω
παρεγγύη
παρεγγύησις
παρεγείρω
View word page
παρδαλέη
παρδαλέη (sc. δορά) a leopard-skin, Il., Hdt.; Doric παρδαλέα, Pind. from παρδάλεος
ShortDef
a leopard-skin
Debugging
Headword:
παρδαλέη
Headword (normalized):
παρδαλέη
Headword (normalized/stripped):
παρδαλεη
IDX:
24936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24964
Key:
pardale/h
Data
{'content': 'παρδαλέη\n (sc. δορά) a leopard-skin, Il., Hdt.; Doric παρδαλέα, Pind.\n from παρδάλεος', 'key': 'pardale/h'}