Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραχρώννυμι
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραχωρητέος
παραψάλλω
παραψελλίζω
παραψυχή
παραψύχω
παρδακός
παρδαλέη
παρδάλειος
παρδαλιοκτόνος
πάρδαλις
παρδαλωτός
παρέγγραπτος
παρεγγράφω
παρεγγυάω
παρεγγύη
παρεγγύησις
View word page
παρδακός
παρδακός παρδᾰκός, όν wet, damp, Ar. deriv. uncertain

ShortDef

wet, damp

Debugging

Headword:
παρδακός
Headword (normalized):
παρδακός
Headword (normalized/stripped):
παρδακος
IDX:
24935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24963
Key:
pardako/s

Data

{'content': 'παρδακός\n παρδᾰκός, όν\n wet, damp, Ar.\n deriv. uncertain', 'key': 'pardako/s'}