Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παράχροος
παραχρώννυμι
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραχωρητέος
παραψάλλω
παραψελλίζω
παραψυχή
παραψύχω
παρδακός
παρδαλέη
παρδάλειος
παρδαλιοκτόνος
πάρδαλις
παρδαλωτός
παρέγγραπτος
παρεγγράφω
παρεγγυάω
παρεγγύη
View word page
παραψύχω
παραψύχω to cool gently: metaph. to console, soothe, Theocr.
ShortDef
to cool gently
Debugging
Headword:
παραψύχω
Headword (normalized):
παραψύχω
Headword (normalized/stripped):
παραψυχω
IDX:
24934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24962
Key:
parayu/xw
Data
{'content': 'παραψύχω\n to cool gently: metaph. to console, soothe, Theocr.', 'key': 'parayu/xw'}