Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραχρηστηριάζω
παράχροος
παραχρώννυμι
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραχωρητέος
παραψάλλω
παραψελλίζω
παραψυχή
παραψύχω
παρδακός
παρδαλέη
παρδάλειος
παρδαλιοκτόνος
πάρδαλις
παρδαλωτός
παρέγγραπτος
παρεγγράφω
παρεγγυάω
View word page
παραψυχή
παραψυχή παραψῠχή, ἡ, cooling, refreshment, consolation, Eur.; ἀλγέων π. Eur.; π. τῷ πένθει Dem. from παραψύ_χω

ShortDef

cooling, refreshment, consolation

Debugging

Headword:
παραψυχή
Headword (normalized):
παραψυχή
Headword (normalized/stripped):
παραψυχη
IDX:
24933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24961
Key:
parayuxh/

Data

{'content': 'παραψυχή\n παραψῠχή, ἡ,\n cooling, refreshment, consolation, Eur.; ἀλγέων π. Eur.; π. τῷ πένθει Dem.\n from παραψύ_χω', 'key': 'parayuxh/'}