Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρηστηριάζω
παράχροος
παραχρώννυμι
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραχωρητέος
παραψάλλω
παραψελλίζω
παραψυχή
παραψύχω
παρδακός
παρδαλέη
παρδάλειος
παρδαλιοκτόνος
πάρδαλις
παρδαλωτός
παρέγγραπτος
View word page
παραψάλλω
παραψάλλω to touch lightly, Plut.
ShortDef
to touch lightly
Debugging
Headword:
παραψάλλω
Headword (normalized):
παραψάλλω
Headword (normalized/stripped):
παραψαλλω
IDX:
24931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24959
Key:
paraya/llw
Data
{'content': 'παραψάλλω\n to touch lightly, Plut.', 'key': 'paraya/llw'}