Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραχαράσσω
παραχειμάζω
παραχειμασία
παραχελῳίτης
παραχέω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρηστηριάζω
παράχροος
παραχρώννυμι
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραχωρητέος
παραψάλλω
παραψελλίζω
παραψυχή
παραψύχω
παρδακός
παρδαλέη
View word page
παράχωμα
παράχωμα παράχωμα, ατος, τό, a side embankment, a dyke, Strab.

ShortDef

a side embankment, a dyke

Debugging

Headword:
παράχωμα
Headword (normalized):
παράχωμα
Headword (normalized/stripped):
παραχωμα
IDX:
24926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24954
Key:
para/xwma

Data

{'content': 'παράχωμα\n παράχωμα, ατος, τό,\n a side embankment, a dyke, Strab.', 'key': 'para/xwma'}