Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραφύω
παραχαλάω
παραχαράσσω
παραχειμάζω
παραχειμασία
παραχελῳίτης
παραχέω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρηστηριάζω
παράχροος
παραχρώννυμι
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραχωρητέος
παραψάλλω
παραψελλίζω
παραψυχή
παραψύχω
View word page
παράχροος
παράχροος παρά-χρους, ουν, χρόα of false or altered colour, colourless, faded, Luc.
ShortDef
colourless, faded
Debugging
Headword:
παράχροος
Headword (normalized):
παράχροος
Headword (normalized/stripped):
παραχροος
IDX:
24924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24952
Key:
para/xrous
Data
{'content': 'παράχροος\n παρά-χρους, ουν,\n χρόα\n of false or altered colour, colourless, faded, Luc.', 'key': 'para/xrous'}