Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνασπαστός
ἀνασπάω
ἄνασσα
ἀνάσσω
ἀνασταδόν
ἀνάστασις
ἀναστατήρ
ἀνάστατος
ἀναστατόω
ἀνασταυρόω
ἀναστείβω
ἀναστέλλω
ἀναστενάζω
ἀναστεναχίζω
ἀναστενάχω
ἀναστένω
ἀναστέφω
ἀναστηρίζω
ἀναστολή
ἀναστομόω
ἀναστρέφω
View word page
ἀναστείβω
ἀναστείβω strengthd. for στείβω, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναστείβω
Headword (normalized):
ἀναστείβω
Headword (normalized/stripped):
αναστειβω
IDX:
2494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2495
Key:
a)nastei/bw

Data

{'content': 'ἀναστείβω\n strengthd. for στείβω, Anth.', 'key': 'a)nastei/bw'}