Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραφυάς
παραφυής
παραφυλακή
παραφυλάσσω
παραφύω
παραχαλάω
παραχαράσσω
παραχειμάζω
παραχειμασία
παραχελῳίτης
παραχέω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρηστηριάζω
παράχροος
παραχρώννυμι
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραχωρητέος
View word page
παραχέω
παραχέω fut. -χεῶ aor1 -έχεα perf. -κέχυκα to pour in beside, pour in, Hdt. of solids, to heap up on the side, Hdt. Pass. to lie spread out near, of a country, Plut.

ShortDef

to pour in beside, pour in

Debugging

Headword:
παραχέω
Headword (normalized):
παραχέω
Headword (normalized/stripped):
παραχεω
IDX:
24920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24948
Key:
paraxe/w

Data

{'content': 'παραχέω\n fut. -χεῶ\n aor1 -έχεα\n perf. -κέχυκα\n to pour in beside, pour in, Hdt.\n of solids, to heap up on the side, Hdt.\n Pass. to lie spread out near, of a country, Plut.', 'key': 'paraxe/w'}