Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακή
παραφυλάσσω
παραφύω
παραχαλάω
παραχαράσσω
παραχειμάζω
παραχειμασία
παραχελῳίτης
παραχέω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρηστηριάζω
παράχροος
παραχρώννυμι
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
View word page
παραχελῳίτης
παραχελῳίτης , ου, ὁ, a dweller by the Achelous, Strab.: —fem. παραχελωῖτις, ιδος, (sc. χώρα) the country along the Achelous, Strab.

ShortDef

dwelling by, situated at the Achelous river

Debugging

Headword:
παραχελῳίτης
Headword (normalized):
παραχελῳίτης
Headword (normalized/stripped):
παραχελωιτης
IDX:
24919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24947
Key:
paraxelwi/ths

Data

{'content': 'παραχελῳίτης\n , ου, ὁ,\n a dweller by the Achelous, Strab.: —fem. παραχελωῖτις, ιδος, (sc. χώρα) the country along the Achelous, Strab.', 'key': 'paraxelwi/ths'}