Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραφρουρέω
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακή
παραφυλάσσω
παραφύω
παραχαλάω
παραχαράσσω
παραχειμάζω
παραχειμασία
παραχελῳίτης
παραχέω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρηστηριάζω
παράχροος
παραχρώννυμι
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
View word page
παραχειμασία
παραχειμασία from παραχειμάζω παραχειμᾰσία, ἡ, a wintering in a place, Polyb.

ShortDef

a wintering in a place

Debugging

Headword:
παραχειμασία
Headword (normalized):
παραχειμασία
Headword (normalized/stripped):
παραχειμασια
IDX:
24918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24946
Key:
paraxeimasi/a

Data

{'content': 'παραχειμασία\n from παραχειμάζω\n παραχειμᾰσία, ἡ,\n a wintering in a place, Polyb.', 'key': 'paraxeimasi/a'}