Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραφροσύνη
παραφρουρέω
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακή
παραφυλάσσω
παραφύω
παραχαλάω
παραχαράσσω
παραχειμάζω
παραχειμασία
παραχελῳίτης
παραχέω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρηστηριάζω
παράχροος
παραχρώννυμι
παράχωμα
παραχώννυμι
View word page
παραχειμάζω
παραχειμάζω perf. part. -κεχειμακώς to winter in or at a place, Dem., etc.
ShortDef
to winter in
Debugging
Headword:
παραχειμάζω
Headword (normalized):
παραχειμάζω
Headword (normalized/stripped):
παραχειμαζω
IDX:
24917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24945
Key:
paraxeima/zw
Data
{'content': 'παραχειμάζω\n perf. part. -κεχειμακώς\n to winter in or at a place, Dem., etc.', 'key': 'paraxeima/zw'}