Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραφρονέω
παραφρονία
παραφρόνιμος
παραφροσύνη
παραφρουρέω
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακή
παραφυλάσσω
παραφύω
παραχαλάω
παραχαράσσω
παραχειμάζω
παραχειμασία
παραχελῳίτης
παραχέω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρηστηριάζω
παράχροος
View word page
παραφύω
παραφύω perf. act. -πέφῡκα aor2 -έφυν mid.-pass. to grow beside or at the side, Hdt.

ShortDef

produce at the side; mid. grow beside

Debugging

Headword:
παραφύω
Headword (normalized):
παραφύω
Headword (normalized/stripped):
παραφυω
IDX:
24914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24942
Key:
parafu/omai

Data

{'content': 'παραφύω\n perf. act. -πέφῡκα\n aor2 -έφυν\n mid.-pass. to grow beside or at the side, Hdt.', 'key': 'parafu/omai'}