Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραφράσσω
παραφρονέω
παραφρονία
παραφρόνιμος
παραφροσύνη
παραφρουρέω
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακή
παραφυλάσσω
παραφύω
παραχαλάω
παραχαράσσω
παραχειμάζω
παραχειμασία
παραχελῳίτης
παραχέω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρηστηριάζω
View word page
παραφυλάσσω
παραφυλάσσω Attic -ττω fut. ξω to watch beside, to guard closely, watch narrowly, Xen., etc. Mid. to be on oneʼs guard, Plat.

ShortDef

to watch beside, to guard closely, watch narrowly

Debugging

Headword:
παραφυλάσσω
Headword (normalized):
παραφυλάσσω
Headword (normalized/stripped):
παραφυλασσω
IDX:
24913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24941
Key:
parafula/ssw

Data

{'content': 'παραφυλάσσω\n Attic -ττω\n fut. ξω\n to watch beside, to guard closely, watch narrowly, Xen., etc.\n Mid. to be on oneʼs guard, Plat.', 'key': 'parafula/ssw'}