Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παράφορος
παράφραγμα
παραφράσσω
παραφρονέω
παραφρονία
παραφρόνιμος
παραφροσύνη
παραφρουρέω
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακή
παραφυλάσσω
παραφύω
παραχαλάω
παραχαράσσω
παραχειμάζω
παραχειμασία
παραχελῳίτης
παραχέω
παραχράομαι
View word page
παραφυής
παραφυής παραφυής, ές growing beside: παραφυές, παραφυάς, Arist.

ShortDef

growing beside

Debugging

Headword:
παραφυής
Headword (normalized):
παραφυής
Headword (normalized/stripped):
παραφυης
IDX:
24911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24939
Key:
parafuh/s

Data

{'content': 'παραφυής\n παραφυής, ές\n growing beside: παραφυές, παραφυάς, Arist.', 'key': 'parafuh/s'}