Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραφθέγγομαι
παραφορά
παραφορέω
παράφορος
παράφραγμα
παραφράσσω
παραφρονέω
παραφρονία
παραφρόνιμος
παραφροσύνη
παραφρουρέω
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακή
παραφυλάσσω
παραφύω
παραχαλάω
παραχαράσσω
παραχειμάζω
παραχειμασία
View word page
παραφρουρέω
παραφρουρέω fut. ήσω to keep guard beside, c. acc., Strab.

ShortDef

to keep guard beside

Debugging

Headword:
παραφρουρέω
Headword (normalized):
παραφρουρέω
Headword (normalized/stripped):
παραφρουρεω
IDX:
24908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24936
Key:
parafroure/w

Data

{'content': 'παραφρουρέω\n fut. ήσω\n to keep guard beside, c. acc., Strab.', 'key': 'parafroure/w'}