Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραφαίνω
παράφασις
παραφέρω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθάνω
παραφθέγγομαι
παραφορά
παραφορέω
παράφορος
παράφραγμα
παραφράσσω
παραφρονέω
παραφρονία
παραφρόνιμος
παραφροσύνη
παραφρουρέω
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακή
View word page
παράφραγμα
παράφραγμα παράφραγμα, ατος, τό, a breastwork on the top of a mound, only in pl., Thuc.; in a ship, the bulwarks, Thuc.: a low screen, Plat. from παραφράσσω

ShortDef

a breastwork on the top of a mound

Debugging

Headword:
παράφραγμα
Headword (normalized):
παράφραγμα
Headword (normalized/stripped):
παραφραγμα
IDX:
24902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24930
Key:
para/fragma

Data

{'content': 'παράφραγμα\n παράφραγμα, ατος, τό,\n a breastwork on the top of a mound, only in pl., Thuc.; in a ship, the bulwarks, Thuc.: a low screen, Plat.\n from παραφράσσω', 'key': 'para/fragma'}