Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραυχένιος
παραφαίνω
παράφασις
παραφέρω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθάνω
παραφθέγγομαι
παραφορά
παραφορέω
παράφορος
παράφραγμα
παραφράσσω
παραφρονέω
παραφρονία
παραφρόνιμος
παραφροσύνη
παραφρουρέω
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
View word page
παράφορος
παράφορος παράφορος, ον, παραφέρομαι borne aside, carried away, Plut. wandering, reeling, staggering, Eur., Luc. mad, frenzied, Plut., Luc.

ShortDef

borne aside, carried away

Debugging

Headword:
παράφορος
Headword (normalized):
παράφορος
Headword (normalized/stripped):
παραφορος
IDX:
24901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24929
Key:
para/foros

Data

{'content': 'παράφορος\n παράφορος, ον,\n παραφέρομαι\n borne aside, carried away, Plut.\n wandering, reeling, staggering, Eur., Luc.\n mad, frenzied, Plut., Luc.', 'key': 'para/foros'}