Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάραυτα
παραυτίκα
παραυχένιος
παραφαίνω
παράφασις
παραφέρω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθάνω
παραφθέγγομαι
παραφορά
παραφορέω
παράφορος
παράφραγμα
παραφράσσω
παραφρονέω
παραφρονία
παραφρόνιμος
παραφροσύνη
παραφρουρέω
παράφρων
View word page
παραφορά
παραφορά παραφορά, ἡ, παραφέρομαι a going aside: of the mind, derangement, Aesch.

ShortDef

a going aside

Debugging

Headword:
παραφορά
Headword (normalized):
παραφορά
Headword (normalized/stripped):
παραφορα
IDX:
24899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24927
Key:
parafora/

Data

{'content': 'παραφορά\n παραφορά, ἡ,\n παραφέρομαι\n a going aside: of the mind, derangement, Aesch.', 'key': 'parafora/'}