Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυτα
παραυτίκα
παραυχένιος
παραφαίνω
παράφασις
παραφέρω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθάνω
παραφθέγγομαι
παραφορά
παραφορέω
παράφορος
παράφραγμα
παραφράσσω
παραφρονέω
παραφρονία
παραφρόνιμος
παραφροσύνη
View word page
παραφθάνω
παραφθάνω aor2 παρέφθην part. act.. παραφθάς part mid. -φθάμενος to overtake, outstrip, Il.; εἰ δʼ ἄμμε παραφθαίησι πόδεσσι (Epic 3rd sg. opt.) Il.
ShortDef
to overtake, outstrip
Debugging
Headword:
παραφθάνω
Headword (normalized):
παραφθάνω
Headword (normalized/stripped):
παραφθανω
IDX:
24897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24925
Key:
parafqa/nw
Data
{'content': 'παραφθάνω\n aor2 παρέφθην\n part. act.. παραφθάς\n part mid. -φθάμενος\n to overtake, outstrip, Il.; εἰ δʼ ἄμμε παραφθαίησι πόδεσσι (Epic 3rd sg. opt.) Il.', 'key': 'parafqa/nw'}