Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραυγάζω
παραυδάω
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυτα
παραυτίκα
παραυχένιος
παραφαίνω
παράφασις
παραφέρω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθάνω
παραφθέγγομαι
παραφορά
παραφορέω
παράφορος
παράφραγμα
παραφράσσω
παραφρονέω
παραφρονία
View word page
παραφεύγω
παραφεύγω to flee close past or beyond, παρφυγέειν (Epic aor2 inf.) Od.

ShortDef

to flee close past

Debugging

Headword:
παραφεύγω
Headword (normalized):
παραφεύγω
Headword (normalized/stripped):
παραφευγω
IDX:
24895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24923
Key:
parafeu/gw

Data

{'content': 'παραφεύγω\n to flee close past or beyond, παρφυγέειν (Epic aor2 inf.) Od.', 'key': 'parafeu/gw'}