Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρατροπέω
παρατροπή
παράτροπος
παρατροχάζω
παρατρώγω
παρατρωπάω
παρατυγχάνω
παραυγάζω
παραυδάω
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυτα
παραυτίκα
παραυχένιος
παραφαίνω
παράφασις
παραφέρω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθάνω
παραφθέγγομαι
View word page
πάραυλος
πάραυλος πάρ-αυλος, ον, αὐλή dwelling beside, πάραυλον οἰκίζειν τινά to place one on the borders (of a land), Soph.; βοὴ πάραυλος a cry close at hand, Soph.

ShortDef

dwelling beside
discordant, out of tune

Debugging

Headword:
πάραυλος
Headword (normalized):
πάραυλος
Headword (normalized/stripped):
παραυλος
IDX:
24888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24916
Key:
pa/raulos1

Data

{'content': 'πάραυλος\n πάρ-αυλος, ον,\n αὐλή\n dwelling beside, πάραυλον οἰκίζειν τινά to place one on the borders (of a land), Soph.; βοὴ πάραυλος a cry close at hand, Soph.', 'key': 'pa/raulos1'}