Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρατρίβω
παρατροπέω
παρατροπή
παράτροπος
παρατροχάζω
παρατρώγω
παρατρωπάω
παρατυγχάνω
παραυγάζω
παραυδάω
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυτα
παραυτίκα
παραυχένιος
παραφαίνω
παράφασις
παραφέρω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθάνω
View word page
παραυλίζω
παραυλίζω to lie near a place, c. dat., Eur.
ShortDef
to lie near
Debugging
Headword:
παραυλίζω
Headword (normalized):
παραυλίζω
Headword (normalized/stripped):
παραυλιζω
IDX:
24887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24915
Key:
parauli/zw
Data
{'content': 'παραυλίζω\n to lie near a place, c. dat., Eur.', 'key': 'parauli/zw'}