Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρατρέχω
παρατρέω
παρατρίβω
παρατροπέω
παρατροπή
παράτροπος
παρατροχάζω
παρατρώγω
παρατρωπάω
παρατυγχάνω
παραυγάζω
παραυδάω
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυτα
παραυτίκα
παραυχένιος
παραφαίνω
παράφασις
παραφέρω
παραφεύγω
View word page
παραυγάζω
παραυγάζω fut. σω to illumine slightly:—Pass. to be illumined, Strab.; and of the sun, to shine, Strab.

ShortDef

to illumine slightly

Debugging

Headword:
παραυγάζω
Headword (normalized):
παραυγάζω
Headword (normalized/stripped):
παραυγαζω
IDX:
24885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24913
Key:
parauga/zw

Data

{'content': 'παραυγάζω\n fut. σω\n to illumine slightly:—Pass. to be illumined, Strab.; and of the sun, to shine, Strab.', 'key': 'parauga/zw'}