Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παράτολμος
παράτονος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παρατρίβω
παρατροπέω
παρατροπή
παράτροπος
παρατροχάζω
παρατρώγω
παρατρωπάω
παρατυγχάνω
παραυγάζω
παραυδάω
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυτα
παραυτίκα
παραυχένιος
View word page
παρατροχάζω
παρατροχάζω poet. for παρατρέχω to run past, τινά Anth.: to pass by or over, to leave unnoticed, Anth.
ShortDef
to run past
Debugging
Headword:
παρατροχάζω
Headword (normalized):
παρατροχάζω
Headword (normalized/stripped):
παρατροχαζω
IDX:
24881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24909
Key:
paratroxa/zw
Data
{'content': 'παρατροχάζω\n poet. for παρατρέχω\n to run past, τινά Anth.: to pass by or over, to leave unnoticed, Anth.', 'key': 'paratroxa/zw'}